ανασκουμπώνομαι — ώθηκα, ωμένος, αμτβ., ετοιμάζομαι να ασχοληθώ πρόθυμα με κάτι: Οι εξετάσεις πλησιάζουν, άντε, ανασκουμπώσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακομβούμαι — ἀνακομβοῦμαι ( όομαι) (Α) σηκώνω τα μανίκια, ανασκουμπώνομαι, είμαι έτοιμος για δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κομβοῦμαι, τού κομβῶ ( όω), «συνδεω, προσδένιο, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
επαποδύω — ἐπαποδύω (Α) 1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου 2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου 2. μέσ. ἐπαποδυομαι α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).) β)… … Dictionary of Greek
ξεμπρατσώνω — 1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαι α) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαι β) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ) * + μπράτσο] … Dictionary of Greek
ξεμπρατσώνομαι — ξεμπρατσώθηκα, ξεμπρατσωμένος 1. γυμνώνω τα μπράτσα μου: Ξεμπρατσώθηκε να πλύνει. 2. μτφ., επιχειρώ αποφασιστικά ή πρόθυμα κάτι, αλλ. ανασκουμπώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)